- προκατάρχω
- Α [κατάρχω]1. αρχίζω πρώτος2. προηγούμαι άλλων, είμαι επικεφαλής, προεξάρχω3. είμαι αίτιος για κάτι («προκατάρχοντος αὐτῆς τῆς εἱμαρμένης εἱμαρμένου», Πλούτ.)4. αρχίζω ένα έργο ή μια πράξη πρώτος, πριν από άλλους, κάνω την αρχή («προκατάρχειν μιαιφονίας», Διοδ.)5. επηρεάζω, προδιαθέτω ευνοϊκά6. υπερέχω, υπερτερώ7. μέσ. προκατάρχομαια) αρχίζω πρώτος εχθροπραξίες («προκατάρχεσθαι τῆς μάχης», Ιώσ.)β) εγείρω αγωγή εναντίον κάποιου8. φρ. «προκατάρχομαί τινι τῶν ἱερῶν» — απονέμω σε κάποιον την τιμή τής επιστασίας τής θυσίας και τής τέλεσης τών προκαταρκτικών της, τού προσφέρω την πρώτη και καλύτερη μερίδα τού θύματος.
Dictionary of Greek. 2013.